- παραισαβάζω
- Α(ποιητ. τ. αντί παρασαβάζω) καταλαμβάνομαι από βακχικό ενθουσιαμό, μετέχω σε βακχικές γιορτές.[ΕΤΥΜΟΛ. < παραί (ποιητ. τ. τού παρά*) + σοβάζω «βακχεύω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραισαβάζειν — παραισαβάζω to be inspired by Sabazius pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)